- εξαμιλλώμαι
- ἐξαμιλλῶμαι, -άομαι (Α) [αμιλλώμαι]1. αγωνίζομαι με δύναμη («ὧ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ Πῑσαν κάτα Πέλοψ ἁμίλλας ἐξαμιλληθεὶς ποτε», Ευρ.)2. καταδιώκω, διώχνω («τίνες πολιτῶν ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς;», Ευρ.)3. αφαιρώ τον νου, το λογικό, τρελαίνω κάποιον («θεὰς Εὐμενίδας, αἵ τόνδ' ἐξαμιλλῶνται φόβῳ», Ευρ.)4. παθ. ξεριζώνομαι, εκβάλλομαι («ἔστ' ἄν ὄμματος ὄψις Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρί» — ώσπου το μάτι τού Κύκλωπα να ξεριζωθεί με τη φωτιά, Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.