εξαμιλλώμαι

εξαμιλλώμαι
ἐξαμιλλῶμαι, -άομαι (Α) [αμιλλώμαι]
1. αγωνίζομαι με δύναμη («ὧ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ Πῑσαν κάτα Πέλοψ ἁμίλλας ἐξαμιλληθεὶς ποτε», Ευρ.)
2. καταδιώκω, διώχνω («τίνες πολιτῶν ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς;», Ευρ.)
3. αφαιρώ τον νου, το λογικό, τρελαίνω κάποιον («θεὰς Εὐμενίδας, αἵ τόνδ' ἐξαμιλλῶνται φόβῳ», Ευρ.)
4. παθ. ξεριζώνομαι, εκβάλλομαι («ἔστ' ἄν ὄμματος ὄψις Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρί» — ώσπου το μάτι τού Κύκλωπα να ξεριζωθεί με τη φωτιά, Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐξαμιλλῶμαι — ἐξαμιλλάομαι struggle vehemently pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐξαμιλλάομαι struggle vehemently pres ind mp 1st sg ἐξαμιλλάομαι struggle vehemently pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) ἐξαμιλλάομαι struggle vehemently pres subj… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… …   Dictionary of Greek

  • συνεξαμιλλώμαι — άομαι, Α ανταγωνίζομαι κάποιον («θνητὸν ἀθανάτοις... συνεξαμιλλᾱσθαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαμιλλῶμαι «αγωνίζομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”